- προσαγορευθεὶς
- названный
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
προσαγορευθείς — προσαγορεύω address aor part pass masc nom/voc sg προσαγορεύω address aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)